διάστρα

διάστρα
η [διάζομαι]
1. εξάρτημα τού αργαλιού, με τρύπες στην περιφέρεια, όπου τοποθετείται το νήμα για να χρησιμοποιηθεί ως στημόνι
2. γυναίκα που κάνει το διάσιμο* και επιβλέπει την τακτοποίηση τού νήματος στη διάστρα
3. ο ιστός τής αράχνης
4. η αράχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαστήρι — το [διάζομαι] η διάστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”